Dictionary of Greek. 2013.
κνιπεία — κνιπεία, ή (AM) [κνιπεύω] μσν. κνιπία*. αρχ. φιλαργυρία, τσιγκουνιά … Dictionary of Greek
σκνιπία — ἡ, Μ έλλειψη, ανεπάρκεια, στέρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κνιπία* «έλλειψη τροφίμων» με προθετικό σ ] … Dictionary of Greek